- ὑπατικός
- бывший консул
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὑπατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατικός — ή, ό / ὑπατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕπατος (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.) αρχ. (για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
υπατικός — ή, ό που έχει σχέση με τον ύπατο, που είναι του υπάτου: Υπατικό αξίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπατικῶν — ὑπατικός of fem gen pl ὑπατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικόν — ὑπατικός of masc acc sg ὑπατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικαῖς — ὑπατικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικαί — ὑπατικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικοῖς — ὑπατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικοί — ὑπατικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικοῦ — ὑπατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικούς — ὑπατικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)